- ὁμολογήσῃς
- признаешь
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὁμολογήσης — ὁμολόγησις confession fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήσῃς — ὁμολογέω to be aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήσηις — ὁμολογήσῃς , ὁμολογέω to be aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek